πυρετώδης, -ης, -ες

πυρετώδης, -ης, -ες
γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η
1. ο γεμάτος πυρετό, αυτός που προκαλεί πυρετό, ο πυρετογόνος.
2. αυτός που γίνεται με ζήλο, ο ζωηρός, ο δραστήριος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυρετώδης — feverish masc/fem acc pl (attic epic doric) πυρετώδης feverish masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πυρετώδης feverish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδης — ες / πυρετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.) 2. φλεγμονώδης 3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.) 4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πυρετωδέστερον — πυρετώδης feverish adverbial comp πυρετώδης feverish masc acc comp sg πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδει — πυρετώδης feverish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πυρετώδης feverish masc/fem/neut dat sg πυρετώδεϊ , πυρετώδης feverish dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδη — πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυρετώδης feverish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυρετώδης feverish masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετωδέστατον — πυρετώδης feverish masc acc superl sg πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετῶδες — πυρετώδης feverish masc/fem voc sg πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδεα — πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυρετώδης feverish masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδεις — πυρετώδης feverish masc/fem acc pl πυρετώδης feverish masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετωδέστερος — πυρετώδης feverish masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”